ανθρωπαρεσκώ

ανθρωπαρεσκώ
ἀνθρωπαρεσκῶ (AM)
είμαι ανθρωπάρεσκος, προσπαθώ να φαίνομαι ευχάριστος, να ευχαριστώ τους ανθρώπους και όχι τον θεό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”